ηλικιώτης

ηλικιώτης
ο, θηλ. -ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. -ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία]
αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος
(μσν.- αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις
σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
φρ. α. «ἡλικιῶτις ἱστορία» — η σύγχρονη ιστορία
β. «τὰς ἡλικιώτιδας πράξεις» — τις πράξεις που έγιναν κατά την ίδια ηλικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡλικιώτης — equal in age masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιῶτα — ἡλικιώτης equal in age masc voc sg ἡλικιώτης equal in age masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιωτέων — ἡλικιώτης equal in age masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιωτῶν — ἡλικιώτης equal in age masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιῶται — ἡλικιώτης equal in age masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώταις — ἡλικιώτης equal in age masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτην — ἡλικιώτης equal in age masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτου — ἡλικιώτης equal in age masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτῃ — ἡλικιώτης equal in age masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτῃσιν — ἡλικιώτης equal in age masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”